Skip to main content

Τι είναι ο Έλεγχος Καρδιαγγειακού Συστήματος;

Ο έλεγχος του καρδιαγγειακού συστήματος είναι μια σειρά από εξετάσεις και μετρήσεις παραδοσιακών και νεότερων βιοδεικτών που γίνονται για την πρόληψη, την ανίχνευση και την αξιολόγηση των καρδιαγγειακών παθήσεων. Αυτός ο έλεγχος είναι σημαντικός, διότι οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως (περίπου το 25% των θανάτων), και η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωση και την ποιότητα ζωής των ασθενών.

 

Τι είναι τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα;

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι παθήσεις που επηρεάζουν την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία. Οι πιο κοινές μορφές περιλαμβάνουν τη στεφανιαία νόσο, την καρδιακή ανεπάρκεια, την αρτηριακή υπέρταση και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Αυτές οι παθήσεις προκαλούνται συχνά από την αθηροσκλήρωση, δηλαδή τη συσσώρευση πλάκας στα τοιχώματα των αρτηριών, που εμποδίζει τη ροή του αίματος.

 

Γιατί πρέπει να γίνεται ο Έλεγχος Καρδιαγγειακού Συστήματος;

Ο έλεγχος καρδιαγγειακού συστήματος πρέπει να γίνεται για τους παρακάτω λόγους:

  • Έγκαιρη Διάγνωση: Η έγκαιρη διάγνωση παθήσεων, όπως η στεφανιαία νόσος, η υπέρταση και άλλες καρδιακές παθήσεις.
  • Πρόληψη: Η έγκαιρη ανίχνευση παραγόντων κινδύνου και παθήσεων μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη καρδιαγγειακών συμβάντων.
  • Παρακολούθηση: Η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της πορείας των ασθενών με ήδη γνωστές καρδιαγγειακές παθήσεις.

 

Πώς πραγματοποιείται ο Έλεγχος Καρδιαγγειακού Συστήματος;

Ο έλεγχος του καρδιαγγειακού συστήματος περιλαμβάνει τη λήψη αίματος και μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω αιμοληψίας στο Διαγνωστικό Κέντρο ΙΑΜΑ. Είναι απαραίτητο να έχετε νηστέψει για 6 έως 8 ώρες πριν από την εξέταση.

Κλείστε το ραντεβού σας άμεσα μέσω τηλεφώνου. Στο Διαγνωστικό Κέντρο ΙΑΜΑ απαντάμε σε όλες τις απορίες σας σχετικά με τις εξετάσεις που πραγματοποιείτε σε εμάς.

 

Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα;

Οι παράγοντες κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα χωρίζονται σε 2 κατηγορίες: τους τροποποιήσιμους και τους μη τροποποιήσιμους.

Οι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την υπέρταση, που αυξάνει την επιβάρυνση της καρδιάς και των αρτηριών, και την υψηλή χοληστερόλη, η οποία δημιουργεί αθηρωματικές πλάκες στις αρτηρίες. Το κάπνισμα προκαλεί βλάβη στα αγγεία και αυξάνει τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης, ενώ η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε υπέρταση και καρδιακές παθήσεις. Ο διαβήτης αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, ενώ παράλληλα η παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης, διαβήτη και δυσλιπιδαιμίας. Επιπλέον, η καθιστική ζωή και η έλλειψη άσκησης αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς και η διατροφή υψηλή σε κορεσμένα λίπη και ζάχαρη, που συμβάλλει στην αθηροσκλήρωση και τον διαβήτη. Ακόμη, το άγχος και το στρες συνδέονται με αυξημένη αρτηριακή πίεση και καρδιαγγειακά συμβάντα.

Από την άλλη, στους μη τροποποιήσιμους παράγοντες περιλαμβάνονται η ηλικία, καθώς ο κίνδυνος αυξάνεται με την πάροδο των χρόνων. Επίσης, το φύλο παίζει ρόλο, με τους άνδρες να έχουν υψηλότερο κίνδυνο σε νεότερη ηλικία και τις γυναίκες να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο μετά την εμμηνόπαυση. Το οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακών νοσημάτων και το γενετικό υπόβαθρο είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες, καθώς ορισμένα γονίδια μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης αυτών των παθήσεων.

Η κατανόηση και η διαχείριση αυτών των παραγόντων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων.

 

Τι εξετάσεις και δείκτες μέτρησης περιλαμβάνει ο Έλεγχος Καρδιαγγειακού Συστήματος;

Ο έλεγχος του καρδιαγγειακού συστήματος στο Διαγνωστικό Κέντρο ΙΑΜΑ περιλαμβάνει τις παρακάτω εξετάσεις-δείκτες μέτρησης:

  • Ολική Χοληστερίνη: Μέτρηση του συνολικού επιπέδου χοληστερίνης στο αίμα (δείκτης κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις). Η χοληστερίνη είναι μια λιπαρή ουσία που βρίσκεται στο αίμα και στα κύτταρα. Παίζει κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή ορμονών, βιταμίνης D και χολικών οξέων. Ενώ είναι απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού, υψηλά επίπεδα κακής χοληστερίνης (LDL) μπορούν να προκαλέσουν καρδιοαγγειακά προβλήματα.
  • Πολύ Χαμηλής Πυκνότητας Χοληστερίνη (VLDL): Μεταφέρει τριγλυκερίδια και συμβάλλει στην εναπόθεση λίπους στις αρτηρίες.
  • Χαμηλής Πυκνότητας Χοληστερίνη (LDL): «Κακή» χοληστερίνη που μπορεί να συσσωρεύεται στα τοιχώματα των αρτηριών, προκαλώντας αθηροσκλήρωση.
  • Υψηλής Πυκνότητας Χοληστερίνη (HDL): «Καλή» χοληστερίνη που βοηθά στην απομάκρυνση της LDL από τα αγγεία, μειώνοντας τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
  • Τριγλυκερίδια: Αξιολόγηση των λιπιδίων στο αίμα που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης και καρδιακής νόσου.
  • Οξειδωμένη Χαμηλής Πυκνότητας Χοληστερίνη (OxLDL): Τροποποιημένη μορφή της LDL που προκαλεί βλάβες στα αγγειακά τοιχώματα, επιταχύνοντας την αθηροσκλήρωση και αυξάνοντας τον καρδιαγγειακό κίνδυνο (νεότερος βιοδείκτης που προσφέρει καλύτερη πρόβλεψη κινδύνου).
  • Αθηρωματικός Δείκτης (Ολική Χοληστερίνη / HDL): Δείκτης που βοηθά στην εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, με τις χαμηλότερες τιμές να προτιμώνται.
  • Δείκτης OxLDL / HDL: Δείκτης που παρέχει πληροφορίες για τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης, με υψηλότερες τιμές να υποδηλώνουν μεγαλύτερο κίνδυνο (νεότερος βιοδείκτης που προσφέρει καλύτερη πρόβλεψη κινδύνου).
  • Απολιποπρωτεΐνη Β (ApoB): Πρωτεΐνη των LDL και VLDL, με υψηλά επίπεδά της να υποδηλώνουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο (νεότερος βιοδείκτης που προσφέρει καλύτερη πρόβλεψη κινδύνου).
  • Απολιποπρωτεΐνη Α1 (ApoA1): Πρωτεΐνη της HDL που προστατεύει από την αθηροσκλήρωση, με υψηλά επίπεδά της να συνδέονται με χαμηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο (νεότερος βιοδείκτης που προσφέρει καλύτερη πρόβλεψη κινδύνου).
  • Δείκτης ApoB / ApoA1: Δείκτης που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, με τις χαμηλότερες τιμές να είναι προτιμητέες (νεότερος βιοδείκτης που προσφέρει καλύτερη πρόβλεψη κινδύνου).
  • Λιποπρωτεϊνική Φωσφολιπάση Α2: Ένζυμο που σχετίζεται με τη φλεγμονή στις αρτηρίες και τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης. Ανεξάρτητος δείκτης κινδύνου για την καρδιαγγειακή νόσο, η μέτρησή της δεν επηρεάζεται από άλλες φλεγμονώδεις καταστάσεις.
  • Λιποπρωτεΐνη α: Γενετικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, με υψηλά επίπεδα να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο (νεότερος βιοδείκτης που προσφέρει καλύτερη πρόβλεψη κινδύνου).
  • Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη: Δείκτης για την μέτρηση του μέσου όρου των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα των τελευταίων 2-3 μηνών. Είναι σημαντική για τη διάγνωση και παρακολούθηση του διαβήτη.
  • Ινσουλίνη: Ορμόνη που ρυθμίζει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, με διαταραχές στα επίπεδά της να υποδηλώνουν κίνδυνο για διαβήτη.
  • Ινωδογόνο: Πρωτεΐνη που είναι απαραίτητη για την πήξη του αίματος. Η μέτρησή του προσφέρει πληροφορίες για τη δυναμική αντιμετώπιση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου.
  • C-Αντιδρώσα Πρωτεΐνη (CRP): Αυξάνεται με τη φλεγμονή των αγγείων. Ασθενείς με αυξημένα επίπεδα CRP έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και εμφράγματος. Η μέτρηση της CRP (υψηλής ευαισθησίας μέτρηση – hsCRP) βοηθά στην ολοκληρωμένη αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
  • TSH (Θυρεοειδοτρόπος Ορμόνη ή Θυρεοτροπίνη): Ορμόνη που ελέγχει τη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα και επηρεάζει τον μεταβολισμό των λιπιδίων. Οι διαταραχές της (υπερθυρεοειδισμός και υποθυρεοειδισμός) συνδέονται με την εμφάνιση δυσλιπιδαιμιών και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
  • Ομοκυστεϊνη: Αμινοξύ που σε υψηλές συγκεντρώσεις μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα αγγεία, σχηματισμό θρόμβων και να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.

 

Ποιες επιλογές θεραπείας υπάρχουν με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων που περιλαμβάνει ο Έλεγχος Καρδιαγγειακού Συστήματος;

Με βάση τους παραπάνω δείκτες, οι επιλογές θεραπείας περιλαμβάνουν αλλαγές στη διατροφή, διακοπή του καπνίσματος και της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, περισσότερη άσκηση και λήψη φαρμάκων ή συμπληρωμάτων διατροφής.

ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ